- σωληναρίου
- σωληνάριονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπερματογόνιο — το Ν βιολ. κύτταρο τού σπερματικού σωληναρίου το οποίο υφίσταται διαδοχικές διαιρέσεις μετά από τις οποίες αυξάνεται σε όγκο και υφίσταται σειρά τροποποιήσεων ως προς τη δομή του μετατρεπόμενο σε σπερματοζωάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
Αλιάρτου, δήμος — Δήμος (6.592 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Ευαγγελιστρίας, Πέτρας, Σωληναρίου και Υψηλάντου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου… … Dictionary of Greek
Θηβών και Λεβαδείας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Λιβαδειά. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 109 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 130 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα ανδρικά μοναστήρια Οσίου Λουκά (10ος αι., Στείρι Βοιωτίας), Σαγματά (12ος αι., Ύπατο Θηβών) … Dictionary of Greek